- στρας
- ακλ. имитация драгоценного камня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρας — το, Ν ποικιλία υάλου, πλούσια σε μόλυβδο, η οποία είτε χρωματίζεται με τη βοήθεια μεταλλικών οξειδίων για να χρησιμοποιηθεί ως απομίμηση διαφόρων πολύτιμων λίθων είτε λαξεύεται σε πέρλες για τη διακόσμηση ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < stras, διεθνής… … Dictionary of Greek